ζυγίας

ζυγίας
ζυγίᾱς , ζύγιος
of: fem acc pl
ζυγίᾱς , ζύγιος
of: fem gen sg (attic doric aeolic )
ζυγίᾱς , ζυγία
maple: fem acc pl
ζυγίᾱς , ζυγία
maple: fem gen sg (attic doric aeolic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζυγίας — ζυγίᾱς , ζύγιος of fem acc pl ζυγίᾱς , ζύγιος of fem gen sg (attic doric aeolic) ζυγίᾱς , ζυγία maple fem acc pl ζυγίᾱς , ζυγία maple fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζύγινος — ζύγινος, η, ον (Α) [ζυγία] κατασκευασμένος από ξύλο ζυγίας, είδους φτελιάς …   Dictionary of Greek

  • ζύγιος — ζύγιος, ον, θηλ. και ζυγία (Α) [ζυγόν] 1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, για ζέψιμο («ζύγιος ἵππος», Ευρ.) 2. ζυγίτης 3. έγγαμος, παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», Γρηγ. Ναζ.) 4. ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”